αισθηματικότητα

αισθηματικότητα
[-ης (-ητος)] η чувствительность, сентиментальность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αισθηματικότητα" в других словарях:

  • αισθηματικότητα — η [αισθηματικός] το να είναι κανείς αισθηματικός, ευαισθησία, τρυφερότητα …   Dictionary of Greek

  • αισθηματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ευγενικό ανώτερο αίσθημα 2. αισθηματίας, ευαίσθητος, τρυφερός 3. (για μυθιστορήματα, ταινίες κ.ά.) αυτός που έχει ως κύρια υπόθεση ιστορία αγάπης, ερωτική περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσθημα. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπερσέ, Τζοβάνι — (Giovanni Berchet, Μιλάνο 1783 – Τορίνο 1851). Ιταλός ποιητής. Συνεργάτης του εντύπου Conciliatore, υπήρξε μια από τις εξέχουσες μορφές των ρομαντικών Λομβαρδών. Μετά την εξέγερση του 1821 και την επέμβαση του αυστριακού στρατού στην Ιταλία,… …   Dictionary of Greek

  • Χάιντενσταμ, Βέρνερ — (Heidenstam, 1859 – 1940). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ταξίδεψε στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και στη Συρία και έγραψε το Έργο προσκυνήματος και περιπλανήσεων (1888) ποιητική συλλογή που δείχνει θερμή φαντασία και πλούσια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»